- θυρεοειδεκτομή
- ηεγχείρηση κατά την οποία αποκόπτεται ο θυροειδής αδένας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θυρεοειδεκτομή — και θυρεοειδεκτομία, η ιατρ. χειρουργική αφαίρεση τού θυρεοειδούς αδένα ή τμήματος του, η οποία γίνεται για θεραπεία νόσου όταν είναι αδύνατη η καταπολέμηση της με άλλα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thyroidectomy < thyroid (πρβλ.… … Dictionary of Greek
θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To … Dictionary of Greek